δοντάγρα

δοντάγρα
η (Μ δοντάγρα και δοντάκρα, Α’ όδοντάγρα)
λαβίδα, τανάλια, για εξαγωγή δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. δοντάγρα < αρχ. οδοντάγρα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”